«Χρονολογώ τις στρατιωτικές μου εκδουλεύσεις ως ακολούθως:
1821. Σ’ αυτό το έτος η πατρίδα μου έλαβε τα όπλα, όπου και εγώ έτρεξα το στρατιωτικό πεδίο επικεφαλής πολλών στρατιωτών, με στρατηγό τον αείμνηστο Εμμανουήλ Παπά.
1822. Στο Τρίκερι κατά τον Αληπασάν, και το ίδιο έτος στο νησί της Σκιάθου κατά του Τοπάλπασιαν, υπό τις διαταγές του αειδήμου Καρατάσσου ως μπουλουκτσής.
1823}
1824} Μετέβηκα στα Ψαρά, με τριάντα περίπου στρατιώτες, συγγενείς και συμπατριώτες μου, όπου οκτώ σκοτώθηκαν και έντεκα αιχμαλωτίστηκαν.
Έμεινα με το ένα τρίτο των στρατιωτών μου, και αφού εσύναξα και άλλους στρατιώτες, μετέβηκα στην Ύδρα υπό τις διαταγές του Καρατάσσου που φύλαγε τότε εκεί.
1825. Στο Νεόκαστρο ή Σκινόλακα υπό τις διαταγές του Καρατάσσου, όπου έπεσαν εκεί τρεις από τους συγγενείς μου πολεμώντας κατά τον Ιμπραήμ Πασά και το ίδιο έτος πάλι γύρισα στην Ύδρα υπό τις διαταγές του Καρατάσσου.
1826. Στην Αταλάντη με αρχηγό τον Καρατάσσο και στρατηγό τον κ. Ιωάννη Κωλέτη κατά του Μουστάμπεϊ.
1827.Στο Τρίκερι κατά του Νούρκα μπεϊ με αρχηγό τον Γάτσο και Καρατάσσο.
1828. Ήρθα στα Μέγαρα με τον Καρατάσσο για τον σχηματισμό των χιλιαρχιών, αλλά εξαιτίας των βασάνων μου τότε ασθένησα και πήγα στη Σκόπελο για ανάρρωση. Γι’ αυτό έμεινα αβαθμολόγητος.
Την 15 Απριλίου 1846 Ο Ευπειθέστατος
Σκάλα Αταλάντης. Αστέριος Πέτρου }»
Λίγο παρακάτω διαβάζουμε πιστοποιητικό, που βρίσκεται στον προσωπικό του φάκελο:
« Πιστοποιούμε οι υποφαινόμενοι ότι ο Κύριος Αστέριος Πέτρου από την Ιερισσό της Μακεδονίας σύμφωνα με την ανά χείρας του στρατιωτική έκθεση, άμα εξερράγη κατά το 1821 έτος ο υπέρ της ανεξαρτησίας ιερός αγώνας, έδραξε τα όπλα και έδρασε με γενναιοφροσύνη κατά των τυράννων της πατρίδας του παρευρεθείς.........».
Σε άλλο σχετικό έγγραφο οι συναγωνιστές του Αναστάσιος Χιμευτός και Θανάσης Σαραφιανός από τη Βάλτα1, Μιχάλης Βασιλείου και ο Αθανάσιος Βλαχομιχάλης2, επίσης συντοπίτης μας, πιστοποιούν ότι ο Αστέριος Πέτρου διέθετε μεγάλη ακίνητη περιουσία στην Ιερισσό, που την αποτελούσαν οικίες, αγροί και αμπελώνες, καθώς και χρηματική περιουσία «ουκ ολίγων». Τα έχασε όμως όλα, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη, μετά την αποτυχία της επανάστασης της Χαλκιδικής, στην οποία όπως καταμαρτυρείται συμμετείχε ενεργά.
Προκύπτει, λοιπόν, από τις εκθέσεις αυτές, ότι επρόκειτο για ένα εύπορο κάτοικο της Ιερισσού, που μετά τη συμμετοχή του στο επαναστατικό κίνημα της Χαλκιδικής και την αναγκαστική προσφυγιά του, συνέχισε τον αγώνα στη νότια και νησιωτική Ελλάδα, ως Μπουλουκτσής-Οπλαρχηγός. Εκτός από τα στρατιωτικά του καθήκοντα, όπως αυτά προέκυπταν από την ειδικότητα και τον βαθμό του, είχε επιφορτισθεί-όπως όλοι οι μπουλουκτσήδες- και με την ευθύνη της σίτισης των στρατιωτών του, αλλά και των οικογενειών τους. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε τη χρηματική του περιουσία.
Κατά τη διαμονή του στη Σκόπελο διατηρούσε συνεταιρικά, κι ένα κοπάδι ζώα3, τα οποία πούλησε πριν την μετεγκατάστασή του, με άλλους Χαλκιδικιώτες στη Σκάλα Αταλάντης. Από τον παραλιακό αυτό οικισμό αναγκάστηκαν -λόγω ενός μεγάλου σεισμού- όλοι οι Μακεδόνες αγωνιστές να μετοικήσουν στην Αταλάντη. Με τη συνδρομή της επιτροπής για την αποκατάστασή τους, -στην οποία συμμετείχε και ο Γ. Χρυσίδης (1801-1873), της γνωστής Πολυγυρινής οικογένειας Παπαγιαννάκη-Αικατερινάρη- ιδρύθηκε ο οικισμός των «Μακεδόνων εποικιστών» της Νέας Πέλλης4. Από τη μελέτη επίσης του φακέλου του Πέτρου, μπορεί να συμπεράνει κανείς, ότι πρέπει να γνώριζε τουλάχιστον τη στοιχειώδη γραφή-«κολλυβογράμματα», σπάνιο φαινόμενο στους αγωνιστές εκείνης της εποχής. Την υπόθεση, ωστόσο, μιας σχετικής μόρφωσής του ενισχύει και το γεγονός της εκλογής του, από τους Μακεδόνες της Νέας Πέλλης Αταλάντης, ως πρώτου παρέδρου της νέας του πατρίδας. Ακόμη προκύπτει ότι έχαιρε της εκτίμησης των συναγωνιστών του και ότι η μη ανάδειξή του σε υψηλότερο βαθμό στη στρατιωτική ιεραρχία -κατετάγη στη δεύτερη τάξη των υπαξιωματικών- οφειλόταν στην ασθένειά του, κατά την εποχή των κρίσεων.
Ο Αστέριος Πέτρου, λοιπόν, είναι ένας από τους πολλούς Χαλκιδικιώτες αγωνιστές, που πρόσφεραν στο αγώνα, τόσο στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, όσο και στο νέο ελληνικό κράτος, όταν αυτό ιδρύθηκε. Αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των Χαλκιδικιωτών και εν προκειμένω των Ιερισσιωτών, που συνέχισαν αγώνες και ζωή στη νότια Ελλάδα. Πρόσφερε ψυχή και καρδιά, χωρίς καμία υστεροβουλία, χωρίς καν να σκεφθεί τις συνέπειες που θα επέσυρε για τους δικούς του, η δική του συμμετοχή στον αγώνα (αντίποινα για τους δικούς του, προσωπικές ταλαιπωρίες)…
Πολλοί, εξάλλου, Ιερισσιώτες αγωνιστές του’21 είχαν ανάλογη ή και διαφορετική μοίρα. Άλλοι παρέμειναν στη Σκόπελο και στη Σκιάθο, όπως ο Μανώλης Γεωργίου5, άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Αταλάντη, όπως η οικογένεια των Βλαχομιχαλαίων και άλλοι σκορπίσθηκαν στο νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος, όπως ο Χριστόδουλος Γεωργίου στη Χαλκίδα και άλλοι αλλού.
Ενδιαφέρουσα διαδρομή αποτελεί και αυτή του Ιερισσιώτη αγωνιστή Γεωργίου Δημητρίου. Μετά την καταστολή του επαναστατικού κινήματος της Χαλκιδικής και την κάμψη της αντίστασης των πολιορκημένων της Κασσάνδρας, συνέχισε την αγωνιστική του δράση και επέστρεψε πάλι στη Μακεδονία. Τούτη τη φορά, τον Φεβρουάριο του 1822, πήρε μέρος στη μάχη της Νάουσας. Λίγο αργότερα βρέθηκε στο Κομπότι της Ηπείρου, όπου συμμετείχε στη γνωστή ομώνυμη μάχη. Αλλά και λίγα χρόνια αργότερα, το 1826, ήταν ανάμεσα στους Χαλκιδικιώτες, που μαζί με τους άλλους ηρωικούς πολιορκημένους υπερασπίστηκε την ιστορική πόλη του Μεσολογγίου.
Δεν ήταν βέβαια λίγοι εκείνοι, που μετά την έκδοση από την Υψηλή Πύλη του φιρμανιού της αμνήστευσης, γύρισαν πάλι πίσω στη Χαλκιδική. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο οπλαρχηγός Στεργιανός Μαρίνος6- Γοματιανός στη καταγωγή-, που το 1828 έγινε αρχισερδάρης στην πύλη εισόδου στο Άγιο Όρος. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ιερισσό και μπορεί να θεωρηθεί ως ο γενάρχης της μεγάλης οικογένειας των Μαρινάδων.
Υπήρξε, ωστόσο, κι ένας μεγάλος αριθμός Ιερισσιωτών αγωνιστών, που έπεσαν στα πεδία των μαχών της Χαλκιδικής και της νότιας Ελλάδας, όπως ήταν αυτοί στα Ψαρά και στον Σχινόλακα, στους οποίους αναφέρεται ο Αστέριος Πέτρου.
Οι ιστορικές, όμως, μνήμες ξεθώριασαν στην Ιερισσό. Τις σώζει, θα έλεγα, η λαϊκή παράδοση, το έθιμο «στου μαύρου νιου τ’αλών’», που είναι το μεγαλύτερο και γνωστότερο πανηγύρι του τόπου μας. Όλη η τελετουργική διαδικασία του επικεντρώνεται στην ανάκληση της μνήμης για τους νεκρούς της επανάστασης του 1821. Δεν είναι τυχαίο ότι ως ημερομηνία του γιορτασμού καθορίστηκε η τρίτη ημέρα του Πάσχα, γιατί την ημέρα εκείνη επιβιώνει σε πολλούς λαούς της Βαλκανικής, αλλά και του σημερινού Ελληνικού χώρου, ο εορτασμός της Ανάστασης στα νεκροταφεία με τη τέλεση τρισάγιου καθώς και άλλα παραπλήσια Αναστάσιμα έθιμα. Είναι δηλαδή ένα θεατρικό δρώμενο, που διέσωσε η λαϊκή παράδοση και αναπαριστά μουσικοχορευτικά την έναρξη, την πορεία και την κατάληξη της επανάστασης στη Χαλκιδική7.
Το πέρασμα των χορευτών κάτω από τα σπαθιά και την αψίδα ζωντανεύει, ως ιστορική συλλογική μνήμη, το συγκλονιστικό γεγονός της παράδοσης των Χαλκιδικιωτών στον Μεχμέτ Εμίν, όταν τον Δεκέμβριο του 1821 πραγματοποιούσαν την αναγκαστική έξοδό τους από το Άγιο Όρος. Την πληροφορία αυτή, όπως και πολλές άλλες, που δεν έτυχαν της απαιτούμενης δημοσιότητας (λ.χ. η υπόδειξη στους Τούρκους του περάσματος, με τα αβαθή νερά, στον Ισθμό της Ποτείδαιας, από τον Παπαχρήστο, παπά του χωριού Ζουμπάτες), μας τις έδωσε ο γέρο Αργυρός, αυτόπτης μάρτυρας του «χαλασμού», με έγγραφο-μαρτυρία του, που σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη8. Την ίδια πληροφορία την επιβεβαιώνει και η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού από την Αρναία το 19309.
Ο περίφημος "Καγκελευτός" στο Μαύρο Αλώνι
Όπως και να έχει ο καγκελευτός χορός αποτέλεσε αντικείμενο λαογραφικής έρευνας, αλλά και πηγή έμπνευσης για καλλιτέχνες. Το 1974 ο ζωγράφος Νίκος Γ. Παραλής, χρησιμοποιώντας μια παλαιότερη φωτογραφία από τον Ιερισσιώτικο ιστορικό χορό, φιλοτέχνησε μια εξαιρετική αφίσα για την έκθεση εικαστικών στην Αθήνα. Την παρουσιάζω στο περιοδικό, με σχετικά σχόλια για τον δημιουργό της.
O ZΩΓPAΦOΣ ΝΙΚΟΣ Γ. ΠΑΡΑΛΗΣ (1941-1995)
Ήταν γιος του μεγάλου νεοέλληνα ζωγράφου Γιώργου Παραλή, από τον Πολύγυρο, όπου και χάρισε το πατρικό του σπίτι για δημοτική πινακοθήκη. Τελείωσε σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Μυήθηκε από μικρός στις αρχές της φύσης, αυτές που ερμήνευσαν και ακολούθησαν οι λαϊκοί καλλιτέχνες. Mελέτησε τα έργα του λαϊκού πολιτισμού και πάλεψε, μέχρι τέλους, για τη διάσωση τους. Πάντα πίστευε ότι είναι αυτά που χαρακτηρίζουν την αυθεντική παράδοση και αποτελούν την αφετηρία πνευματικής ανέλιξης, αυτά που αποκαλύπτουν την πολιτισμική, κοινωνική και οικονομική ζωή, την ιστορία και το πνεύμα του γενέθλιου τόπου. Με τέτοια παιδεία εικονογράφησε, όταν ήταν μόλις είκοσι δύο χρονών, τη νουβέλα του Μένη Κουμανταρέα «Η Δόξα του Σκαπανέα», που δημοσίευσε η «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1963 (τ.102 και 103).
Oι μεταπτυχιακές σπουδές που ακολούθησε στην Aγγλία, στη Royal Academy αρχικά και στη Σχολή Kαλών Tεχνών του Reading στη συνέχεια (1971-1973), του άνοιξαν άλλους ορίζοντες και μία διαφορετική θεώρηση της ζωγραφικής.
H σύζευξη των αξιών της παράδοσης και της σύγχρονης εικαστικής αντίληψης κυριάρχησαν έκτοτε στα έργα του. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε η συναναστροφή του με καταξιωμένους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Tεχνών¨, όπως ο Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (φίλος του πατέρα του), ο Στρατής Δούκας, ο Φώτης Kόντογλου και άλλοι.
Mετά την επιστροφή του στην Eλλάδα συμμετείχε, το 1974, στην ίδρυση του Kέντρου Eικαστικών Tεχνών της Aθήνας.
Πέρα από τις ατομικές εκθέσεις, σημαντικές ήταν οι συμμετοχές του στην έκθεση της Φλόριντα της Αμερικής , το 1966, στις πανελλήνιες εκθέσεις του 1965 και του 1967, στις εκθέσεις του Mουσείου Mοντέρνας Tέχνης της Oξφόρδης το 1973 και των Eλλήνων καλλιτεχνών στο Άμστερνταμ, το 1981.
Μια μεγάλη περίοδο της ζωής του ασχολήθηκε με πειραματισμούς πάνω σε πλαστικές αναζητήσεις χρησιμοποιώντας αντικείμενα καθημερινής χρήσης (σακούλες, μουσλούκια, σπιρτόξυλα) ή συμβολισμούς, όπως τα σήματα οδικής κυκλοφορίας.
Στην εικαστική αυτή προσέγγισή του χαρακτηριστική είναι η σύνθεση, που χρησιμοποιήθηκε, και ως αφίσα, το Δεκέμβρη του 1974 στην έκθεση του Kέντρου Eικαστικών Tεχνών, επί των οδών Tοσίτσα και Zαΐμη στην Aθήνα. H εκπληκτική φωτογραφία του καγκελευτού χορού της Ιερισσού, η χρήση των σπίρτων και οι συνειρμοί που φέρνει η εικόνα ενός ταχυδρομικού φακέλου αποκαλύπτουν μία σχέση ομφάλιου λώρου ανάμεσα στη σύγχρονη εικαστική έκφραση του Νίκου και στη βαθειά γνώση της παράδοσης που τον έδενε με τη Χαλκιδική. Το πνεύμα αυτό κυριαρχούσε σε κάθε του δημιουργία, σε κάθε του ενέργεια, σε όλη του τη ζωή. Αξίζει εδώ να σημειώσει κανείς πως την Ιερισσό ο Νίκος την επισκέφθηκε πολλές φορές. Την τελευταία φορά ήταν με το φίλο του Γιάννη Αικατερινάρη, λίγες μέρες πριν τον θάνατό του…
Αφίσα έκθεσης Ν. Παραλή εμπνευσμένη από τον Καγκελευτό της Ιερισσού το 1974.
1) Η σημερινή Κασσάνδρεια.
2) Βλάχοι από τη Φτέρη του Ολύμπου, που είχαν εγκατασταθεί στην Ιερισσό.
3) Αθ. Καραθανάσης, Μακεδονικά Σύμμεικτα Κασσανδρινοί και άλλοι Μακεδόνες στην Σκόπελο (1831), σελ. 80.
4) Γιάννη Κ. Αικατερινάρη, Χαλκιδικιώτες αγωνιστές του 1821 στην άλλη τους πατρίδα, τη Λοκρίδα, ΛΟΚΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, τ.3/1997, σ.35-43.
5) Χρήστου Καραστέργιου, Κώστα Υψηλάντη, «Άγνωστοι Ιερισσιώτες αγωνιστές κατά την επανάσταση του 1821», περ. «ΚΥΤΤΑΡΟ» τ.1, σ.20
6) Χρήστος Καραστέργιος, Η περιοχή της Ιερισσού στα μέσα του 19ου αιώνα με τα μάτια ενός περιηγητή, ΚΥΤΤΑΡΟ, τ. 4/2010, σ. 11.
7) Η μελέτη όμως ενός τέτοιου εθίμου χρίζει περαιτέρω διερεύνησης και θα αποτελέσει μελλοντικά ένα χωριστό άρθρο.
8) ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, τ.1, σ.20.
9) Δ. Κύρου, Η Λιαρίγκοβη στα 1821, (Από ανέκδοτες σημειώσεις της Αθηνάς Γαϊτάνου-Γιαννιού γραμμένες το 1930), ΑΡΝΑΙΑ, τεύχος 4, Μάρτιος-Αύγουστος 1989, σελ. 17.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου