Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Ο ΘΟΥΡΙΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΙΣΣΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.

Χρήστος Καραστέργιος
Σύμφωνα με την υπόδειξη στον πρόλογο του ποιήματός του, ο Ρήγας, ορίζει μουσικά τον Θούριό του, ως προσόμοιο του ιστορικού τραγουδιού της Ιερισσού «Μια προσταγή μεγάλη».
Έρευνα, κείμενα, επιλογή στίχων: Απόστολος Τσέρνος Ερμηνεία 1ου μέρους σε ήχο Α’: Απόστολος Τσέρνος Ερμηνεία 2ου μέρους σε ήχο πλ. Β’: Πέτρος Ρώμας Ενορχήστρωση-ενοργάνωση: Αναστάσιος Δίσκος Επιμέλεια κειμένων: Δημήτριος Ιωαννίδης
Μόλις το 2010 έμαθα κάτι πολύ σημαντικό για την ιστορία της παραδοσιακής μας μουσικής, που εντελώς αγνοούσα και όχι μόνο εγώ, αλλά όπως διεπίστωσα ήταν άγνωστο στο ευρύτερα μουσικό κοινό και στον κόσμο της μουσικής, αν εξαιρέσουμε ορισμένους ερευνητές. Πρόκειται για το ιστορικό τραγούδι της Ιερισσού «Μια προσταγή μεγάλη», με το σκοπό του οποίου ήθελε ο Ρήγας Βελεστινλής (1757-1798) να τραγουδηθεί ο Θούριός του, όπως και υποδεικνύει σε πρωτότυπο χειρόγραφο του ποιήματός του, που βρέθηκε το 1797 και έχει ως πρόλογο το τραγούδι αυτό. Όταν στη Βυζαντινή μουσική ο υμνογράφος π.χ. ενός απολυτίκιου γράψει ως πρόλογο του ποιήματός του τη φράση «ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΠΟΛΙΤΗΣ», έχει ήδη καθορίσει και τη μελωδία που θα ψαλλεί, ως προσόμοιο του προλόγου «ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΠΟΛΙΤΗΣ». 
Το τραγούδι της Ιερισσού αναφέρεται στον Λάμπρο Κατσώνη (1752-1805) και στη ναυμαχία στο Κάβο-Ντόρο, ή όπως λέγεται και ακρωτήρι του Καφηρέα, το 1790. Ο πρόεδρος του συλλόγου «Κλειγένης» Ιερισσού, Χρήστος Καραστέργιος, μου είπε ότι το τραγούδι αυτό φτιάχτηκε όχι μόνο για την ιστορική του σημασία, αλλά και για συναισθηματικούς λόγους προς τον Λάμπρο Κατσώνη, ο οποίος επισκεύαζε τα καράβια του στα ναυπηγεία της Ιερισσού και τους είχε δωρίσει ένα μικρό κανόνι για να υπερασπίζονται τα τείχη τους από τις επιδρομές των κουρσάρων. Το κανόνι αυτό φυλάσσονταν στο Δημαρχείο μέχρι το 1981. Εδώ γίνεται προφανές, ότι ο Λάμπρος Κατσώνης είχε επαφές και με το Άγιον Όρος και ιδιαίτερα με το Αγιορείτικο αρματολίκι, στο οποίο όπως θα δούμε κατέφυγε και ο Ρήγας. Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομος, που έχει διατελέσει διδάσκαλος και διευθυντής της Βατοπεδινής Αθωνιάδος Ακαδημίας, έχει γράψει το βιβλίο «Γράμματα και Άρματα στον Άθωνα», στο εξώφυλλο του οποίου εικονίζει τον Ευγένιο Βούλγαρη (για τα γράμματα) και τον Ρήγα Βελεστινλή (για τα άρματα). Είχα πρόσφατα την μεγάλη ευλογία να επικοινωνήσω μαζί του και κατά την συζήτηση να μου πει για τον Ρήγα τα εξής: «Γνώρισα τους Γέροντες Βολιώτες της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, οι οποίοι είχαν την παράδοση να είναι από περιοχές του Βόλου, από τότε που έχτισαν τη Μονή επιφανείς άρχοντες από την Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη. Η Μονή ήταν ιδιόρρυθμος, χωρίς ηγούμενο και οι Γέροντες Βολιώτες ήταν όλοι προϊστάμενοι και προεστώτες. Αυτοί ως πατριώτες του Ρήγα, διατήρησαν την προφορική παράδοση και μου είπαν όλα όσα γνωρίζω και έχω γράψει στο βιβλίο μου. Οι μοναχοί μέχρι και σήμερα στο Άγιον Όρος δεν γράφουν. Η Αθωνική πολιτεία δεν παρήγαγε χρονογράφους γιατί έχει ως βίωμα την προσευχή και θεωρεί μετριοφροσύνη την καταγραφή ιστορικών προσώπων και γεγονότων, υστεροφημίας ένεκεν. Η Μονή Βατοπεδίου είχε ένα μεγάλο καράβι, το μεγαλύτερο για την εποχή εκείνη και μοναδικό στο Άγιον Όρος, με το οποίο έφερνε τις σοδιές από τα μετόχια. Το καράβι αυτό ταξίδευε μέχρι και τη Μαύρη Θάλασσα, σε μετόχια της Ανατολικής Ρωμυλίας. Με αυτό το καράβι μετέφεραν τον Ρήγα από τον Βόλο στο Άγιον Όρος οι συμπατριώτες του, για να τον γλυτώσουν από την καταδίωξη των Τουρκικών αρχών, λόγω της βιαιοπραγίας του εναντίον του Τούρκου τοπάρχη. Στη Μονή Βατοπεδίου, όπου είχε και θείο ιερομόναχο, φιλοξενήθηκε για μερικά χρόνια. Η παραμονή του στο Άγιον Όρος είχε ως αποτέλεσμα τα εξής: Την φοίτησή του στην Βατοπεδινή Αθωνιάδα Ακαδημία, όπου έκανε αρχές, ιδανικά και ευλάβειά του τον Τίμιο Σταυρό και το ορθόδοξο ράσο. Δεν θα έλεγε ποτέ όσα στο Άγιον Όρος άκουσε, είδε και βίωσε γιατί θα πρόδιδε. Και δεν του το επέτρεπαν των διδασκάλων της Αθωνιάδος η αγιότης και τα ελληνομαθήματα, οι σεβάσμιες μορφές των Γεροντάδων του. Η πρόσκληση του Θουρίου του: [Ελάτε μ’έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν, να κάνωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν]. Για το «ζωστικό» ή γνωστότερο ως «αντερί» που φόρεσε στο Βατοπέδι και στην Αθωνιάδα γράφει: [Το φόρεμα των Ελλήνων στρατιωτών είναι το ηρωικόν μαύρον αντερί, άσπρον πουκάμισον και κόκκινα χολέβια ή κάλτζαις]. Για τον φλογερό επαναστάτη και ευφυέστατο οραματιστή Ρήγα, ήταν εύκολο αυτό που γινόταν στον Άθωνα εν σμικρώ από τον 10ο αιώνα μέχρι την εποχή του (και μέχρι σήμερα), η αρμονική και αδελφική συνύπαρξη των Βαλκανικών μοναχών και ασκητών στην Αγιορείτικη αμφικτυονία, να επιτυγχανόταν και μεταξύ όλων των λαών του γένους των Ορθοδόξων, που πέρα από την κοινή πίστη, τούς ένωναν και η Ελληνική παιδεία και ο Ελληνικός πολιτισμός. Την καταφυγή του στο άσυλο, στο Αγιορείτικο αρματολίκι, που ήταν καθεστώς, το οποίο πέτυχαν οι Γεροντάδες από το 1430 στη Θεσσαλονίκη, με το να συνάψουν υπαγωγή και αναφορά απ’ευθείας στο Σουλτάνο Μουράτ (πατέρα του Πορθητή), σχετικής δι’ όπλων τοπικής ασφάλειας του Αγίου Όρους. Εδώ προσέφευγαν καταζητούμενοι του Τούρκου δυνάστη και μάλιστα επαναστάτες όπως ο Ζαφειράκης, ο Ρήγας κ.α. γιατί στις τάξεις των Σερδάρηδων, που ήταν ένοπλοι φουστανελοφόροι, υπήρχαν πάντοτε και βαρυποινίτες. Τον Ρήγα με ενθουσιασμό τον ενέταξαν στις ομάδες τους και στις καρδιές τους. Εδώ έγιναν του Ρήγα οι πρώτες δοξαριές και τα θούρια απηχήματα, στα λημέρια και κονάκια των Σερδάρηδων όπου τους ήταν αχώριστοι οι ταμπουράδες, οι φλογέρες και οι λύρες, που ήταν του καημού τους η έκφραση και η εκτόνωση της εθνικής έξαρσης, σε ώρες σχόλης, ανάπαυσης και αναψυχής. Βέβαια όλα αυτά καταστρατηγούσαν τις εντολές της Ιεράς Κοινότητας, που απαγόρευε τα τραγούδια, ακόμα και τα κλέφτικα και πατριωτικά, τα οποία μόλις λίγο έξω από τα όρια του Αγίου Όρους, στην Ιερισσό, τρυπούσαν αυτιά και ράγιζαν καρδιές. Γι΄ αυτό το λόγο συνήθιζαν οι Σερδάρηδες να ενημερώνουν κάποιο απομακρυσμένο κελί, κατά προτίμηση καλλιφώνων μοναχών ή και εργατών από την Ιερισσό, πως εκεί στο κονάκι τους θα διανυκτέρευαν για να ψάλλουν και να τραγουδήσουν τους καημούς και τους πόνους τους. Και εκείνοι ήξεραν ότι έπρεπε να ετοιμάσουν φαγητό, κρασί και μουσικά όργανα, από τα οποία αρκετά σώζονται μέχρι σήμερα σε πολλά κελιά ως κειμήλια, ταμπουράδες και λύρες, κρεμασμένα μαζί με ντουφέκια και σπαθιά. Αν και τα ευνόητα δεν έχουν ανάγκη τεκμηρίωσης, ωστόσο υπάρχουν ζωγραφιές και φωτογραφίες οπλαρχηγών που αποδεικνύουν την αλήθεια του πράγματος (Σελ. 356 του βιβλίου «Γράμματα και Άρματα στον Άθωνα»). Εδώ θέλει η Αγιορείτικη παράδοση να γεννήθηκαν και να ψάλθηκαν τα προοίμια και τα πρωτόλεια του περίφημου, μετά ταύτα, γνωστού Θούριου του Ρήγα. Οι Βατοπεδινοί αδελφοί και προϊστάμενοι και άλλοι προύχοντες και ηγέτες του Αγίου Όρους, συνέδεσαν τον Ρήγα με τζάκια ισχυρά και τον οδήγησαν σε πόρτες μεγάλες Θεσσαλονικέων φίλων και ευεργετών του Αγίου Όρους, όπου μυήθηκε στα απόρρητα των Εθνωφελών σχεδιασμών, που του άνοιξαν διάπλατα τα φτερά του. Έτσι φιλοξενήθηκε στην Πατριαρχική Ιερά Μονή Βλατάδων και στην οικογένεια του μεγαλέμπορου Ιωάννου Καυταντζόγλου, το επώνυμο του οποίου αναγράφεται στους κώδικες της Ιεράς Κοινότητας ευφήμως για υψηλές υπηρεσίες. Απ΄αυτούς «χρίσθηκε» ο Ρήγας έμπορος, που διευκόλυνε την μετακίνησή του και επαφή του με δυνατούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης, όπου έμαθε γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά και συνδέθηκε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη (1782-85).» Με βάσει τα ανωτέρω στοιχεία του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Ροδοστόλου κ. Χρυσοστόμου, ο Ρήγας καθ΄όλη την μετέπειτα πορεία του, είχε εύκολη και εκ του ασφαλούς συχνή επικοινωνία με πρόσωπα που γνώριζε από την προηγηθείσα θητεία του στο Όρος και κυρίως τους Βατοπεδινούς αδελφούς και προϊσταμένους. Έτσι εξηγείται το πώς μπόρεσε να απεικονίσει στη χάρτα του με καταπληκτική λεπτομέρεια τις μονές, τις σκήτες, τα τοπωνύμια και τη γεωμορφολογία του Αγίου Όρους για πρώτη φορά. Όπως και το πιθανότερο, να του εστάλει γύρω στα 1794 με 1797 σε βυζαντινή γραφή το τραγούδι «Μια προσταγή μεγάλη» αφού και άλλα δημοτικά τραγούδια έχουν βρεθεί στο Άγιον Όρος σε βυζαντινή γραφή σύμφωνα με τα αρχεία της Μουσικολογίας Α.Π.Θ., και τα οποία δεν μπορούν παρά να ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στο Αγιορείτικο αρματολίκι. Και τι καλύτερο για τον Ρήγα, ο Θούριός του να είχε ιστορική συνάφεια και συνέχεια των κατορθωμάτων του Λάμπρου Κατσώνη, ταυτόχρονα με την επιβλητική μελωδία και το άριστο ποιητικό συνταίριασμα των στίχων του τραγουδιού της Ιερισσού. Παρά ταύτα ο λαός μας τραγούδησε τον Θούριο, με κατά τόπους διαφορετικές μελοποιήσεις, όπως δείχνουν οι καταγραφές, είτε γιατί δεν γνώριζε την υπόδειξη του Ρήγα, είτε γιατί δεν γνώριζε το τραγούδι της Ιερισσού. Εάν το τραγούδι «Μια προσταγή μεγάλη», ήταν πολύ διαδεδομένο, ο λαός και χωρίς την υπόδειξη του Ρήγα, θα έβαζε το μέλος του στον Θούριο· πόσο μάλλον όταν το ήθελε ή καλύτερα το «πρόσταζε», ο ηρωικός επαναστάτης και εθνομάρτυρας Ρήγας.
Ο Θούριος στον ήχο «Μια προσταγή μεγάλη» μπορεί και σήμερα να είναι μια μεγάλη προσταγή του Ρήγα, για την ιστορική αυτοσυνειδησία όλων των βαλκανικών λαών στο σύγχρονο εθνικιστικό τους μακελειό. Ο Καθηγητής παραδοσιακής μουσικής και συγγραφέας Παναγιώτης Θ. Παπάς, μαθητής του Σίμωνα Καρά, μου είπε ότι ο δάσκαλός του γνώριζε την υπόδειξη του Ρήγα από το 1930 και την υλοποίησε το 1960, στην εκπομπή του «Ελληνικοί αντίλαλοι», παίζοντας πρώτα το τραγούδι «Μια προσταγή μεγάλη», και μετά τον Θούριο στον ίδιο σκοπό. Σήμερα είναι γνωστές νεότερες εκτελέσεις στον ήχο «Μια προσταγή μεγάλη» από τον Χρόνη Αηδονίδη και από τον παπα-Χρήστο Κυριακόπουλο, ο οποίος εκτός από την πανέμορφη απόδοση του τραγουδιού, έχει και ωραιότατα μουσικολογικά σχόλια. Κατόπιν όλων αυτών, με τον φίλο και συνεργάτη μου Αναστάσιο Δίσκο, αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε τον Θούριο σε μια άλλη εκδοχή, με γκάιντα, φλογέρα και ταμπουρά, με βαλκάνιο χρώμα και χορευτικό ρυθμό γρήγορης « γκάιντας», όπως φανταζόμαστε να το χόρευε και να το τραγουδούσε ο Ρήγας, στις καλές εκείνες εποχές της Ρωμηοσύνης, όπου όλοι οι Βαλκάνιοι λαοί ήταν αδελφοί εν Χριστώ και με το όραμα του Ρήγα ζωντανό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου